Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hobbyist
01
ερασιτέχνης, χόμπι
someone who engages in activities for personal enjoyment rather than as a profession
Παραδείγματα
The photography club welcomed hobbyists of all skill levels.
Η φωτογραφική λέσχη υποδέχτηκε ερασιτέχνες όλων των επιπέδων δεξιοτήτων.
As a gardening hobbyist, she spends weekends tending to her plants.
Ως ερασιτέχνης κηπουρός, περνά τα Σαββατοκύριακα φροντίζοντας τα φυτά της.
Λεξικό Δέντρο
hobbyist
hobby



























