LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Highbrow
/hˈaɪbɹaʊ/
/ˈhaɪˌbɹaʊ/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "highbrow"
Highbrow
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
διανοούμενος
a person of intellectual or erudite tastes
highbrow
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
διανοούμενος
scholarly and highly interested in cultural or artistic matters
highbrowed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App