Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
high-level
01
υψηλού επιπέδου, σε μεγάλο υψόμετρο
occurring at or from a relative high altitude
Παραδείγματα
Only high-level executives have access to the company's strategic plans.
Μόνο οι ανώτεροι στελέχη έχουν πρόσβαση στα στρατηγικά σχέδια της εταιρείας.
As a high-level manager, she was involved in all major company decisions.
Ως ανώτερη διευθύντρια, συμμετείχε σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις της εταιρείας.



























