Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
high-heeled
01
ψηλοτάκουνο, με ψηλά τακούνια
(of women's shoes) having tall heels
Παραδείγματα
She wore a pair of stylish high-heeled shoes to the formal event.
Φόρεσε ένα ζευγάρι κομψά ψηλοτάκουνα παπούτσια στην επίσημη εκδήλωση.
The actress made a grand entrance, her high-heeled boots clicking on the red carpet.
Η ηθοποιός έκανε μια μεγαλειώδη είσοδο, οι ψηλοτάκουνες μπότες της να χτυπάνε στο κόκκινο χαλί.



























