Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hectic
01
φρενητός, χαοτικός
extremely busy and chaotic
Παραδείγματα
The office was always hectic during the end of the month with deadlines approaching.
Το γραφείο ήταν πάντα βιαστικό στο τέλος του μήνα με τις προθεσμίες να πλησιάζουν.
They managed to complete the project despite the hectic pace of the last few weeks.
Κατάφεραν να ολοκληρώσουν το έργο παρά το φρενηρές ρυθμό των τελευταίων εβδομάδων.



























