
Αναζήτηση
headless
01
ακέφαλος, αποκεφαλισμένος
lacking a head
Example
he headless statue stood in the courtyard, its features worn away by centuries of weathering.
Το ακέφαλο άγαλμα στέκονταν στην αυλή, τα χαρακτηριστικά του έχουν σβηστεί από αιώνες καιρικών συνθηκών.
The headless doll was found abandoned in the attic, its porcelain body cracked and faded.
Η ακέφαλη κούκλα βρέθηκε εγκαταλελειμμένη στη σοφίτα, το πορσελάνινο σώμα της ραγισμένο και ξεθωριασμένο.
02
ακέφαλος, χωρίς νοημοσύνη
not using intelligence