Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hauler
01
μεταφορέας, εταιρεία μεταφορών
a company or vehicle that moves goods or materials between locations, typically in industries like waste management, construction, or logistics
Παραδείγματα
The waste hauler collected trash from residential neighborhoods every week.
Ο μεταφορέας απορριμμάτων συλλεγόταν σκουπίδια από τις κατοικημένες περιοχές κάθε εβδομάδα.
A heavy-duty hauler transported construction materials to the building site.
Ένα μεταφορέας βαρέως τύπου μετέφερε οικοδομικά υλικά στο εργοτάξιο.



























