Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
haughty
01
αλαζονικός, υπεροπτικός
acting proud and looking down on others
Παραδείγματα
Even though he was new to the job, he behaved in a haughty manner, as if he knew better than everyone else.
Παρόλο που ήταν νέος στη δουλειά, συμπεριφέρθηκε με αυθάδεια, σαν να γνώριζε καλύτερα από όλους.
She looked down on them with a haughty expression, making them feel out of place.
Τους κοίταξε από ψηλά με μια αλαζονική έκφραση, κάνοντάς τους να νιώθουν άβολα.
Λεξικό Δέντρο
haughtily
haughtiness
haughty
haught



























