Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Haughtiness
01
αλαζονεία, υπεροψία
the display of extreme arrogance and disrespect toward others
Παραδείγματα
The manager 's haughtiness was evident when he would n't even acknowledge the janitor's greeting.
Η αλαζονεία του μάνατζερ ήταν εμφανής όταν δεν αναγνώρισε καν τον χαιρετισμό του επιστάτη.
Despite her humble beginnings, success brought a level of haughtiness that many found off-putting.
Παρά τις ταπεινές της αρχές, η επιτυχία έφερε ένα επίπεδο αλαζονείας που πολλοί βρήκαν αποκρουστικό.



























