Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Harbinger
01
πρόδρομος, αγγελιοφόρος
a person who declares or reports the coming of someone or something
to harbinger
01
προμηνύω, προαναγγέλλω
foreshadow or presage
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πρόδρομος, αγγελιοφόρος
προμηνύω, προαναγγέλλω