grumpy
grum
ˈgrəm
γκραμ
py
pi
πι
British pronunciation
/ɡɹˈʌmpi/

Ορισμός και σημασία του "grumpy"στα αγγλικά

01

γκρινιάρης, θυμωμένος

having a bad-tempered or irritable mood
grumpy definition and meaning
example
Παραδείγματα
After a long day at work, Mark came home feeling grumpy and did n't want to talk to anyone.
Μετά από μια μεγάλη μέρα στη δουλειά, ο Μαρκ ήρθε σπίτι αισθανόμενος γκρινιάρης και δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν.
The rainy weather made Sarah feel grumpy, as she preferred sunny days.
Ο βροχερός καιρός έκανε τη Σάρα γκρινιάρα, καθώς προτιμούσε τις ηλιόλουστες μέρες.

Λεξικό Δέντρο

grumpily
grumpiness
grumpy
grump
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store