Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
groomed
01
καλοδιατηρημένος, καλοπεριποιημένος
well-cared for, tidy, and well-maintained in appearance or behavior
Παραδείγματα
The groomed garden showed the owner's attention to detail.
Ο καλοδιατηρημένος κήπος έδειχνε την προσοχή του ιδιοκτήτη στη λεπτομέρεια.
He arrived well‑groomed, wearing a pressed suit and polished shoes.
Έφτασε καλοπεριποιημένος, φορώντας ένα σιδερωμένο κοστούμι και γυαλιστερά παπούτσια.
Λεξικό Δέντρο
ungroomed
groomed
groom



























