Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
grooved
01
αυλακωτός, ραβδωτός
having one or more long, narrow, and usually parallel channels, furrows, or ridges
Παραδείγματα
The carpenter crafted a grooved pattern on the wooden tabletop for a decorative touch.
Ο ξυλουργός δημιούργησε ένα αυλακωτό σχέδιο στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού για μια διακοσμητική πινελιά.
The vinyl record had grooved tracks that allowed the stylus to follow the music's spiraled path.
Ο δίσκος βινυλίου είχε αυλακωμένες πίστες που επέτρεπαν στη βελόνα να ακολουθεί τη σπειροειδή διαδρομή της μουσικής.
Λεξικό Δέντρο
grooved
groove



























