Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grandson
01
εγγονός
the son of our son or daughter
Παραδείγματα
His grandson always brings him a book when he visits.
Ο εγγονός του του φέρνει πάντα ένα βιβλίο όταν τον επισκέπτεται.
His grandson made a handmade birthday card for him.
Ο εγγονός του του έφτιαξε μια χειροποίητη κάρτα γενεθλίων.
Λεξικό Δέντρο
grandson
grand
son



























