Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to glower
01
κοιτάζω θυμωμένα, συνοφρυώνομαι
to look or stare at someone angrily
Παραδείγματα
The teacher glowered at the students who were talking during the test.
Ο δάσκαλος κοίταξε με θυμό τους μαθητές που μιλούσαν κατά τη διάρκεια του τεστ.
He glowered at the noisy neighbors who kept him awake at night.
Κοίταξε με θυμό τους θορυβώδεις γείτονες που τον κρατούσαν ξύπνιο τη νύχτα.
02
κοιτάζω με θυμό, κοιτάζω σταθερά
look at with a fixed gaze
Glower
01
βλοσυρό βλέμμα, θυμωμένο βλέμμα
a sullen, angry or aggressive stare
Παραδείγματα
His glower made it clear he was n't in the mood for jokes.
Το βλοσυρό του βλέμμα έκανε σαφές ότι δεν ήταν στη διάθεση για αστεία.
She met his comment with a cold glower.
Απάντησε στο σχόλιό του με ένα κρύο βλοσυρό βλέμμα.
Λεξικό Δέντρο
glowering
glower



























