Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
glace
01
γλασάρισμένος
preserved or enhanced in flavor and appearance through the application of a sugary syrup or glaze
Παραδείγματα
He could n't resist the glace coating on the freshly baked donut.
Δεν μπορούσε να αντισταθεί στο γλάσο στο φρεσκοψημένο ντόνατ.
The children eagerly reached for the glace lollipops at the candy store.
Τα παιδιά έτειναν με ενθουσιασμό το χέρι τους για τις γλασέ γλειφιτζούρι στο ζαχαροπλαστείο.
Λεξικό Δέντρο
glacial
glaciate
glace



























