Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Glacier
01
παγετώνας, μόνιμος πάγος
a large mass of ice that forms over long periods of time, especially in polar regions or high mountains
Παραδείγματα
Scientists study glaciers to understand the effects of climate change on ice melt and sea-level rise.
Οι επιστήμονες μελετούν τους παγετώνες για να κατανοήσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην τήξη του πάγου και την άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
The sounds of cracking and rumbling echoed through the valley as the glacier moved and shifted.
Οι ήχοι της ραγισμένης και βουητής αντήχησαν στην κοιλάδα καθώς ο παγετώνας κινούνταν και μετακινούνταν.



























