Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gizmo
01
συσκευή, εξάρτημα
a device or control that is very useful for a particular job
02
πραγματάκι, συσκευή
something unspecified whose name is either forgotten or not known
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συσκευή, εξάρτημα
πραγματάκι, συσκευή