Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
furry
01
τριχωτός, γούνα
having an abundant covering or coat of soft, dense hair or fur
Παραδείγματα
The cat 's furry coat kept it warm during the cold winter months.
Το μαλλιαρό παλτό της γάτας τη κράτησε ζεστή κατά τους κρύους χειμερινούς μήνες.
She loved cuddling with her furry blanket on chilly nights.
Αγαπούσε να αγκαλιάζεται με την γούνα κουβέρτα της τις κρύες νύχτες.
Λεξικό Δέντρο
furry
fur



























