Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fund-raise
01
συγκεντρώνω χρήματα, εκστρατεία χρηματοδότησης
to collect money or other resources from various sources, typically for a specific purpose or organization
Παραδείγματα
They fund-raise every year for cancer research.
Συγκεντρώνουν χρήματα κάθε χρόνο για την έρευνα του καρκίνου.
The school plans to fund-raise for new equipment.
Το σχολείο σχεδιάζει να συγκεντρώσει χρήματα για νέο εξοπλισμό.



























