forethought
fore
ˈfɔr
φορ
thought
ˌθɔt
θοτ
British pronunciation
/fˈɔːθɔːt/

Ορισμός και σημασία του "forethought"στα αγγλικά

01

προνοητικότητα, προβλεπτικότητα

thinking ahead to avoid problems or harm
example
Παραδείγματα
With a little forethought, she packed an umbrella and avoided getting wet.
Με λίγη προνοητικότητα, πήρε μια ομπρέλα και απέφυγε να βραχεί.
If they had a bit more forethought, they could've avoided the whole mess.
Αν είχαν λίγο περισσότερη προνοητικότητα, θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει όλο το χάος.
02

προνοητικότητα, προβλεπτικότητα

thinking ahead before taking action.
example
Παραδείγματα
Her forethought in saving money helped during the tough times.
Η προνοητικότητά της στην εξοικονόμηση χρημάτων βοήθησε σε δύσκολες στιγμές.
They praised him for his forethought in preparing the presentation weeks in advance.
Τον επαίνεσαν για την προνοητικότητά του στην προετοιμασία της παρουσίασης εβδομάδες πριν.

Λεξικό Δέντρο

forethoughtful
forethought

fore

+

thought

App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store