Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Forestry
01
δασολογία, δασοκομία
the science or practice of planting, managing, and caring for forests
Παραδείγματα
He studied forestry to learn sustainable forest management techniques.
Σπούδασε δασολογία για να μάθει τεχνικές βιώσιμης δασοπονίας.
The government implemented new forestry policies to protect wildlife habitats.
Η κυβέρνηση εφάρμοσε νέες δασικές πολιτικές για την προστασία των βιοτόπων της άγριας ζωής.
Λεξικό Δέντρο
forestry
forest



























