fondly
fond
ˈfɑnd
φανντ
ly
li
λι
British pronunciation
/fˈɒndli/

Ορισμός και σημασία του "fondly"στα αγγλικά

01

με αγάπη, τρυφερά

with affection, warmth, or tender liking
fondly definition and meaning
example
Παραδείγματα
She reminisced fondly about her childhood adventures.
Αυτή θυμήθηκε με στοργή τις περιπέτειες της παιδικής της ηλικίας.
He spoke fondly of his favorite teacher from elementary school.
Μίλησε με στοργή για τον αγαπημένο του δάσκαλο από το δημοτικό σχολείο.
02

αφελώς, με λανθασμένη αυτοπεποίθηση

in a way that shows foolish optimism or mistaken confidence
example
Παραδείγματα
She fondly imagined he would come back to her after all these years.
Αυτή αφελώς φανταζόταν ότι θα επέστρεφε σ' αυτήν μετά από όλα αυτά τα χρόνια.
They fondly assumed the exam would be postponed due to the storm.
Αυτοί αφελώς υπέθεσαν ότι η εξέταση θα αναβληθεί λόγω της καταιγίδας.

Λεξικό Δέντρο

fondly
fond
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store