Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fondly
Παραδείγματα
She reminisced fondly about her childhood adventures.
Αυτή θυμήθηκε με στοργή τις περιπέτειες της παιδικής της ηλικίας.
He spoke fondly of his favorite teacher from elementary school.
Μίλησε με στοργή για τον αγαπημένο του δάσκαλο από το δημοτικό σχολείο.
02
αφελώς, με λανθασμένη αυτοπεποίθηση
in a way that shows foolish optimism or mistaken confidence
Παραδείγματα
She fondly imagined he would come back to her after all these years.
Αυτή αφελώς φανταζόταν ότι θα επέστρεφε σ' αυτήν μετά από όλα αυτά τα χρόνια.
They fondly assumed the exam would be postponed due to the storm.
Αυτοί αφελώς υπέθεσαν ότι η εξέταση θα αναβληθεί λόγω της καταιγίδας.



























