Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to foment
01
εφαρμογή ζεστών συμπιέσεων, φομεντάρω (με ιατρική σημασία)
to bathe or treat with warm liquids, often for healing purposes
Παραδείγματα
The nurse fomented the injury with a warm herbal compress.
Η νοσοκόμα εφώδευσε τον τραυματισμό με ένα ζεστό βοτανοθεραπευτικό κομπρέ.
He was instructed to foment the sore muscles twice daily.
Του δόθηκε η εντολή να φωμεντίσει τους πονεμένους μύες δύο φορές την ημέρα.
02
υποδαυλίζω, προκαλώ
to encourage or provoke something, especially trouble or conflict
Παραδείγματα
His words began to foment anger in the crowd.
Τα λόγια του άρχισαν να υποκινούν τον θυμό στο πλήθος.
They tried to foment a rebellion against the government.
Προσπάθησαν να υποκινήσουν μια εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης.
Λεξικό Δέντρο
fomenter
foment



























