Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
focal
Παραδείγματα
The focal event of the conference was the keynote speech by the renowned expert.
Το κύριο γεγονός της διάσκεψης ήταν η ομιλία του διακεκριμένου ειδικού.
The focal issue in the debate was the environmental impact of the proposed project.
Το κύριο ζήτημα στη συζήτηση ήταν η περιβαλλοντική επίπτωση του προτεινόμενου έργου.
02
εστιακός, τοπικός
(of a disease or medical condition) affecting a specific, localized area or site in the body
Παραδείγματα
The focal infection was affecting the patient's right lung.
Η εστιακή λοίμωξη επηρέαζε τον δεξιό πνεύμονα του ασθενούς.
The focal tumor was affecting the liver, but not spreading.
Ο εστιακός όγκος επηρέαζε το συκώτι, αλλά δεν εξαπλωνόταν.
Λεξικό Δέντρο
bifocal
focalize
focally
focal



























