Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
filial
01
υιικός, σχετικός με τα καθήκοντα ενός γιου ή κόρης
pertaining to or characteristic of a son or daughter's duties, relationship, or respect towards their parents
Παραδείγματα
The filial bond between the mother and her daughter was evident in their close relationship and mutual affection.
Ο υιικός δεσμός μεταξύ της μητέρας και της κόρης της ήταν εμφανής στη στενή σχέση και την αμοιβαία στοργή τους.
He fulfilled his filial duty by caring for his elderly parents and ensuring their well-being in their later years.
Εκπλήρωσε το υιικό του καθήκον φροντίζοντας τους ηλικιωμένους γονείς του και διασφαλίζοντας την ευημερία τους τα τελευταία τους χρόνια.
02
τεκνοκεντρικός
designating the generation or the sequence of generations following the parental generation



























