Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fetid
01
δυσώδης, βρωμερός
having a strong and unpleasant smell
Παραδείγματα
The garbage dump emitted a fetid stench, making the air unpleasant for anyone in the vicinity.
Η χωματερή εξέπεμψε μια δυσάρεστη μυρωδιά, κάνοντας τον αέρα δυσάρεστο για όποιον βρισκόταν κοντά.
The polluted river carried a fetid odor downstream, affecting the surrounding environment.
Ο μολυσμένος ποταμός μετέφερε μια δυσάρεστη μυρωδιά κατάντη, επηρεάζοντας το περιβάλλον.
Λεξικό Δέντρο
fetidness
fetid



























