Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fetching
01
γοητευτικός, συναρπαστικός
attractive in a way that catches the eye
Παραδείγματα
She wore a fetching smile that brightened the room wherever she went.
Φορούσε ένα γοητευτικό χαμόγελο που φώτιζε το δωμάτιο όπου κι αν πήγαινε.
The puppy's floppy ears and wagging tail made it especially fetching to passersby.
Τα κρεμαστά αυτιά και η ουρά που κουνιόταν του κουταβιού το έκαναν ιδιαίτερα γοητευτικό για τους περαστικούς.
Λεξικό Δέντρο
fetching
fetch



























