Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ill-scented
01
δυσώδης, βρωμερός
having an offensive or unpleasant smell
Παραδείγματα
The ill-scented garbage can was left outside to avoid stinking up the house.
Ο δυσώδης κάδος σκουπιδιών άφησε έξω για να αποφευχθεί η δυσοσμία στο σπίτι.
She wrinkled her nose at the ill-scented cheese that had been left out too long.
Σούφρωσε τη μύτη της μπροστά στο δυσάρεστα μυρωδάτο τυρί που είχε μείνει έξω για πολύ καιρό.



























