Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
feral
01
άγριος, αποξεσωμένος
(of animals) having returned to a wild state
Παραδείγματα
The feral cat hissed and darted into the alley.
Η άγρια γάτα σφύριξε και έσπευσε στο σοκάκι.
A pack of feral dogs roamed the outskirts of town.
Ένα αγέλη άγριων σκύλων περιφέρονταν στα περίχωρα της πόλης.



























