LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Amputee
/ˈæmpjuːtˌiː/
/ˈæmpjəˈti/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "amputee"
Amputee
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
ανάπηρος
someone who has had a limb removed by amputation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App