Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
faithfully
Παραδείγματα
She loyally and faithfully carried out her duties to the company.
Εκτέλεσε τα καθήκοντά της προς την εταιρεία πιστά και πιστά.
The soldier fought faithfully alongside his comrades until the end.
Ο στρατιώτης πολέμησε πιστά δίπλα στους συντρόφους του μέχρι το τέλος.
Παραδείγματα
The machine faithfully performs its task without failure.
Η μηχανή εκτελεί πιστά το καθήκον της χωρίς αποτυχία.
She faithfully reports all expenses as required by the contract.
Αναφέρει πιστά όλα τα έξοδα όπως απαιτεί η σύμβαση.
02
πιστά
in a manner that accurately represents facts, details, or the original source
Παραδείγματα
He copied the design faithfully.
Αντιγράφει το σχέδιο πιστά.
The film follows the book faithfully.
Η ταινία ακολουθεί το βιβλίο πιστά.
Λεξικό Δέντρο
unfaithfully
faithfully
faithful
faith



























