Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reliably
01
αξιόπιστα, με αξιοπιστία
in a way that can be trusted to work well or be accurate
Παραδείγματα
The machine operates reliably even under harsh conditions.
Η μηχανή λειτουργεί αξιόπιστα ακόμα και σε σκληρές συνθήκες.
She reliably delivers her reports on time every week.
Αυτή παραδίδει αξιόπιστα τις αναφορές της εγκαίρως κάθε εβδομάδα.
Λεξικό Δέντρο
unreliably
reliably
reliable
liable



























