Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reliant
01
εξαρτώμενος, βασιζόμενος
dependent on something or someone for support, assistance, or success
Παραδείγματα
She is reliant on her parents for financial support while studying.
Εξαρτάται από τους γονείς της για οικονομική στήριξη ενώ σπουδάζει.
The town is heavily reliant on tourism for its economy.
Η πόλη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό για την οικονομία της.
Λεξικό Δέντρο
reliant
rely



























