Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Faith
Παραδείγματα
His unwavering faith in God gave him strength during difficult times.
Η ακλόνητη πίστη του στο Θεό του έδωσε δύναμη σε δύσκολες στιγμές.
Through prayer and meditation, she seeks to deepen her connection to her faith and spirituality.
Μέσω της προσευχής και του διαλογισμού, προσπαθεί να εμβαθύνει τη σύνδεσή της με την πίστη και την πνευματικότητά της.
02
πίστη, εμπιστοσύνη
complete confidence in a person or plan etc
03
πίστη, θρησκεία
an institution to express belief in a divine power
04
πίστη, αφοσίωση
loyalty or allegiance to a cause or a person
Λεξικό Δέντρο
faithful
faithless
faith



























