Αναζήτηση
to exult
01
αγαλλιάζω, χαίρομαι πολύ
to rejoice greatly or celebrate very cheerfully
Example
The team exulted after winning the championship game.
Η ομάδα αγαλλιάστηκε μετά τη νίκη στο παιχνίδι του πρωταθλήματος.
The crowd exulted as the fireworks lit up the night sky.
Το πλήθος αγαλλιάστηκε καθώς τα πυροτεχνήματα φώτιζαν τον νυχτερινό ουρανό.
