Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Exultation
01
αγαλλίαση, ευφροσύνη
an intense and uplifting feeling of great happiness or triumph
Παραδείγματα
Her exultation was obvious when she received the award.
Η αγαλλίαση της ήταν προφανής όταν έλαβε το βραβείο.
The exultation of victory swept through the team.
Η αγαλλίαση της νίκης σάρωσε την ομάδα.



























