Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Exuberance
01
αφθονία, ενθουσιασμός
the quality of being full of energy, enthusiasm, liveliness, and excitement
Παραδείγματα
The children 's exuberance was evident as they played and laughed in the park.
Η ζωντάνια των παιδιών ήταν εμφανής καθώς έπαιζαν και γέλασαν στο πάρκο.
The team celebrated their victory with exuberance, cheering and hugging each other.
Η ομάδα γιόρτασε τη νίκη της με ενθουσιασμό, ζητωκραυγάζοντας και αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον.



























