extrovert
ext
ˈɛkst
εκστ
ro
ρα
vert
ˌvɜrt
βερρτ
British pronunciation
/ˈɛkstɹəvˌɜːt/

Ορισμός και σημασία του "extrovert"στα αγγλικά

01

εξωστρεφής, άτομο που προτιμά κοινωνικές καταστάσεις

(psychology) a person that is preoccupied with external things and prefers social situations
example
Παραδείγματα
As an extrovert, she thrives in social situations and enjoys meeting new people.
Ως εξωστρεφής, ευδοκιμεί σε κοινωνικές καταστάσεις και απολαμβάνει τη γνωριμία νέων ανθρώπων.
His extrovert personality makes him the life of the party, always engaging others in conversation.
Η εξωστρεφής του προσωπικότητα τον κάνει την ψυχή του πάρτι, εμπλέκοντας πάντα τους άλλους σε συζήτηση.
01

εξωστρεφής, προσηλωμένος στον εξωτερικό κόσμο

attentive to the external world, including social and physical surroundings
example
Παραδείγματα
She has an extrovert approach to classroom design, always rearranging desks for interaction.
Έχει μια εξωστρεφή προσέγγιση στο σχεδιασμό της τάξης, πάντα αναδιατάσσει τα θρανία για αλληλεπίδραση.
His extrovert perspective helps him notice changes in the office atmosphere.
Η εξωστρεφής προοπτική του τον βοηθά να παρατηρεί τις αλλαγές στην ατμόσφαιρα του γραφείου.
02

εξωστρεφής, κοινωνικός

enjoying interaction with others
example
Παραδείγματα
She is an extrovert student who loves organizing parties.
Είναι μια εξωστρεφής φοιτήτρια που λατρεύει να οργανώνει πάρτι.
His extrovert personality makes him the life of any gathering.
Η εξωστρεφής προσωπικότητά του τον κάνει την ψυχή κάθε συγκεντρώσεως.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store