Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
amicably
01
φιλικά, με φιλικό τρόπο
in a friendly and peaceable way, showing goodwill and avoiding conflict
Παραδείγματα
They amicably settled their differences without arguing.
Φιλικά διευθέτησαν τις διαφορές τους χωρίς να τσακωθούν.
The couple amicably divorced without involving lawyers.
Το ζευγάρι χώρισε φιλικά χωρίς να εμπλέξει δικηγόρους.
Λεξικό Δέντρο
amicably
amicable
amic



























