Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
amid
01
ανάμεσα σε, μέσα σε
in the middle of, surrounded by
Παραδείγματα
The children played happily amid the colorful flowers in the garden.
Τα παιδιά έπαιζαν ευτυχισμένα ανάμεσα στα πολύχρωμα λουλούδια στον κήπο.
02
εν μέσω, κατά τη διάρκεια
during a particular situation or condition
Παραδείγματα
The negotiations continued amid ongoing tensions between the two nations.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν εν μέσω των συνεχιζόμενων εντάσεων μεταξύ των δύο εθνών.
The city thrived amid economic growth and prosperity.
Η πόλη άκμασε μέσα σε οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.



























