Excitative
volume
British pronunciation/ɛksˈɪtətˌɪv/
American pronunciation/ɛksˈɪɾətˌɪv/

Ορισμός και Σημασία του "excitative"

excitative
01

(of drugs e.g.) able to excite or stimulate

word family

excite

excite

Verb

excitative

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store