excitant
exc
ɛks
εκσ
i
ˈɪ
ι
tant
tənt
ταντ
British pronunciation
/ɛksˈɪtənt/

Ορισμός και σημασία του "excitant"στα αγγλικά

01

διεγερτικό

a substance that stimulates physical or mental activity, enhancing alertness or energy
example
Παραδείγματα
Caffeine is a natural excitant that many people rely on to start their day.
Η καφεΐνη είναι ένα φυσικό διεγερτικό στο οποίο πολλοί άνθρωποι βασίζονται για να ξεκινήσουν την ημέρα τους.
Some herbs contain mild excitants that boost energy levels without causing jitters.
Μερικά βότανα περιέχουν ήπιους διεγερτικούς παράγοντες που αυξάνουν τα επίπεδα ενέργειας χωρίς να προκαλούν νευρικότητα.
01

διεγερτικός

(of drugs e.g.) able to excite or stimulate
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store