Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Excitant
01
διεγερτικό
a substance that stimulates physical or mental activity, enhancing alertness or energy
Παραδείγματα
Caffeine is a natural excitant that many people rely on to start their day.
Η καφεΐνη είναι ένα φυσικό διεγερτικό στο οποίο πολλοί άνθρωποι βασίζονται για να ξεκινήσουν την ημέρα τους.
Some herbs contain mild excitants that boost energy levels without causing jitters.
Μερικά βότανα περιέχουν ήπιους διεγερτικούς παράγοντες που αυξάνουν τα επίπεδα ενέργειας χωρίς να προκαλούν νευρικότητα.
excitant
01
διεγερτικός
(of drugs e.g.) able to excite or stimulate



























