Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Environmentalist
01
περιβαλλοντολόγος, οικολόγος
a person who is concerned with the environment and tries to protect it
Παραδείγματα
The environmentalist organized a campaign to raise awareness about plastic pollution in the oceans.
Ο περιβαλλοντολόγος οργάνωσε μια καμπάνια για την ευαισθητοποίηση σχετικά με τη ρύπανση από πλαστικά στους ωκεανούς.
As an environmentalist, she dedicated her life to fighting deforestation and habitat loss.
Ως περιβαλλοντολόγος, αφιέρωσε τη ζωή της στην καταπολέμηση της αποψίλωσης και της απώλειας των βιοτόπων.
Λεξικό Δέντρο
environmentalist
environmental



























