Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
environmentally
01
οικολογικά, με οικολογικό τρόπο
in a manner that relates to or affects the natural surrounding
Παραδείγματα
The conference room was environmentally modified to enhance acoustics for large meetings.
Η αίθουσα συνεδρίων τροποποιήθηκε περιβαλλοντικά για να ενισχυθεί η ακουστική για μεγάλες συναντήσεις.
The city planners environmentally arranged public spaces to encourage social interaction.
Οι πολεοδόμοι περιβαλλοντικά διέταξαν τους δημόσιους χώρους για να ενθαρρύνουν την κοινωνική αλληλεπίδραση.
02
οικολογικά, με οικολογικό τρόπο
in a manner that concerns the Earth's ecosystems, climate, and the effects of human actions on nature
Παραδείγματα
The factory was environmentally redesigned to reduce carbon emissions.
Το εργοστάσιο επανασχεδιάστηκε περιβαλλοντικά για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
They environmentally improved their production process by switching to renewable energy.
Οικολογικά βελτίωσαν τη διαδικασία παραγωγής τους με τη μετάβαση σε ανανεώσιμη ενέργεια.
Λεξικό Δέντρο
environmentally
environmental
environment
environ



























