Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
enviously
01
ζηλιάρικα, με ζήλεια
in a way that shows jealousy or a desire to have what someone else possesses
Παραδείγματα
She looked enviously at her friend's new house.
Κοίταζε ζηλιάρα το καινούριο σπίτι της φίλης της.
He watched enviously as his colleague received the promotion.
Παρακολουθούσε ζηλιάρικα ενώ ο συνάδελφός του έλαβε την προαγωγή.
Λεξικό Δέντρο
enviously
envious
envy



























