Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
covetously
01
άπληστα, λαίμαργα
in a greedy manner
Παραδείγματα
He looked covetously at his neighbor's new car.
Κοίταξε με λαχτάρα το καινούριο αυτοκίνητο του γείτονά του.
She eyed the designer handbag covetously in the store window.
Κοίταξε την τσάντα του σχεδιαστή με λαμπρά στο παράθυρο του καταστήματος.
Λεξικό Δέντρο
covetously
covetous



























