Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
envious
01
ζηλιάρης, φθονερός
feeling unhappy or resentful because someone has something one wants
Παραδείγματα
She could n't help but feel envious of her friend's luxurious vacation photos.
Δεν μπορούσε παρά να νιώσει ζήλια για τις πολυτελείς φωτογραφίες διακοπών της φίλης της.
His envious glances at his coworker's promotion were hard to miss.
Τα ζηλιάρικα του βλέμματα για την προαγωγή του συναδέλφου του ήταν δύσκολο να μην τα παρατηρήσεις.
Λεξικό Δέντρο
enviously
enviousness
envious
envy



























