Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Enumeration
01
απαρίθμηση, καταμέτρηση
the act of counting; reciting numbers in ascending order
02
απαρίθμηση
a numbered list
Λεξικό Δέντρο
enumeration
enumerate
enumer
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απαρίθμηση, καταμέτρηση
απαρίθμηση
Λεξικό Δέντρο