Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Entryway
01
είσοδος, πρόσβαση
something that provides access (to get in or get out)
Dialect
American
Λεξικό Δέντρο
entryway
entry
way
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
είσοδος, πρόσβαση
Λεξικό Δέντρο
entry
way